-
1 μοιχός
μοιχός, ὁ,A adulterer, paramour, Hippon.74, S.Fr.[1127.6], Ar.Pl. 168, Pl.Smp. 191d, etc.: prov.,θύραν, δι' ἧς γαλῆ καὶ μ. οὐκ εἰσέρχεται Apollod.Car.6
;ὅρκοι μοιχῶν Philonid.7
; κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ having the head close shaven with a razor, as was done by way of punishment to persons taken in adultery, Ar.Ach. 849.III idolatrous person, Ep.Jac.4.4.
См. также в других словарях:
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek